Φεστιβάλ Αθηνών 2013: “Ρινόκερος” του Emmanuel Demarcy-Mota

Image

Ο “Ρινόκερος” αποτυπώνει το διαχρονικά επίκαιρο κοινωνικό φαινόμενο της μαζοποίησης, κατά το οποίο μια κοινωνία σταδιακά απανθρωπίζεται και αποκτά χαρακτηριστικά αγέλης. Μέσα από μια θεατρική αλληγορία, ο Ιονέσκο εκθέτει με σαφήνεια τη λογικοφανή συλλογιστική της εσφαλμένης γενίκευσης (επαγωγικά σφάλματα) ως εξέχον χαρακτηριστικό των προκαταλήψεων και κύριο όπλο του προπαγανδιστικού λόγου.

Το έργο εκτυλίσσεται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, όπου οι κάτοικοι σταδιακά μεταμορφώνονται σε ρινόκερους απαρνούμενοι την ανθρωπιά τους. Ο κεντρικός ήρωας του έργου, Μπερανζέ, είναι ατημέλητος, πότης και αργεί να φτάσει στη δουλειά του. Στις συναναστροφές του χαρακτηρίζεται από δεκτικότητα στο διαφορετικό, μετριοπάθεια και πραότητα. Καθώς όλο και περισσότεροι συμπολίτες του μεταμορφώνονται σε ρινόκερους, ο Μπερανζέ, ανεπηρέαστος από τις τάσεις τις κοινωνικής μάζας, παραμένει πιστός στην ηθική του και στις ανθρωπιστικές πεποιθήσεις του.Image

Η παράσταση του Demarcy-Mota απέδωσε με γρήγορους ρυθμούς και τεχνικά άρτια σύνθεση το σύνολο του έργου. Προσωπικά θα χαρακτήριζα την προσέγγιση υπερβολικά επεξηγηματική για ένα έργο που, αν και με στοιχεία παραλόγου, γίνεται εύκολα αντιληπτό στα νοήματά του. Από εικαστική άποψη, υπήρχε πλούτος εικόνων και συχνά μεγάλου οπτικού ενδιαφέροντος με εντυπωσιακές σκηνικές εναλλαγές. Ξεχωριστή βρήκα τη σκηνική μεταμόρφωση σε ρινόκερο.

Η υποκριτική μέθοδος των ηθοποιών βασίζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στις αρχές του σωματικού θεάτρου με πλούτο εκφράσεων στην κίνηση, αλλά και με απουσία βάθους στις ερμηνείες. Η πολύ γρήγορη ροή της παράστασης, λίγο χρόνο αφήσε στο κοινό για επεξεργασία και συνειδητοποιήσεις. Οι παύσεις ήταν ανεπαίσθητες και ενταγμένες στη συνολικά αυστηρή ρυθμική προσέγγιση. Τεχνικά υπάρξε μια αξιοθαύμαστη παρουσίαση, ωστόσο με τη συνήθη αδυναμία του σωματικού θεάτρου, όπου οι ερμηνείες μεταδίδουν έντονα τη μηχανική αίσθηση ενός θεάτρου χωρίς ιδιαίτερα εσωτερικά ερείσματα.

(Η συγκεκριμένη παράσταση είχε σκηνοθετηθεί από τον Demarcy-Mota ξανά το 2004.)

Συντελεστές:

Σκηνοθεσία: Emmanuel Demarcy-Mota
Βοηθός σκηνοθέτη: Christophe Lemaire
Καλλιτεχνικός συνεργάτης: François Regnault
Σκηνικά – Φωτισμοί: Yves Collet
Βοηθός φωτιστή: Nicolas Bats
Μουσική: Jefferson Lembeye
Κοστούμια: Corinne Baudelot
Βοηθός ενδυματολόγου: Élisabeth Cerqueira
Μακιγιάζ: Catherine Nicolas
Αξεσουάρ: Clementine Aguettant
Φιλολογικός σύμβουλος: Marie-Amélie Robillard

Διανομή: Serge Maggiani, Hugues Quester, Valérie Dashwood, Philippe Demarle, Charles-Roger Bour, Gaëlle Guillou, Sarah Karbasnikoff, Walter N’guyen, Stephane Krähenbühl, Gérald Maillet, Pascal Vuillemot, Jauris Casanova

“Pedestal” του Θάνου Παπακωνσταντίνου

Η Ηλέκτρα ως αντικείμενο.82ba0a14497eae2bd1f608d4adf8b2a9

Η παράσταση “Pedestal”,  είναι η τρίτη σκηνοθετική προσπάθεια του Θάνου Παπακωνσταντίνου και αποτελεί συνέχεια του περσινού “Venison” στον ίδιο υπόγειο χώρο του ΙΜΚ. Τα δύο έργα εντάσσονται στην τριλογία “Carnage” η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί σε ένα ακόμη επόμενο έργο και αποτελεί ελεύθερη απόδοση της αισχύλειας τριλογίας της Ορέστειας.

Στην Ορέστεια κυρίαρχο θέμα είναι ο δρόμος από την αυτοδικία προς την απόδοση της δικαιοσύνης και την εγκαθίδρυση της δημοκρατικής πολιτείας. Στο “Carnage”, ωστόσο, η πορεία είναι ανάστροφη. Η δημοκρατία και η δικαιοσύνη αποδομούνται εκπληρώνοντας το αποτρόπαιο, με πυρηνικά μοτίβα την αυτοδικία και την αιμομιξία διαρρηγνύοντας με αυτό τον τρόπο τη σύμβαση του οικογενειακού δεσμού και των αρχαϊκών κανόνων που τη διέπουν.

Το “Pedestal” (βάθρο) βασίζεται στο δεύτερο κατά σειρά έργο της Ορέστειας και το πλέον τελετουργικό, τις “Χοηφόρους”. Μια νέα κοπέλα, μια “άλλη” Ηλέκτρα (Ε. Μολέσκη) φροντίζει την άρρωστη μητέρα της (Κατερίνα Μηλιώτη) με υπομονή και πίστη που δείχνουν να εξαντλούνται, ενώ ταυτόχρονα καρτερεί ένα αρσενικό σωτήρα που ποτέ δεν έρχεται. Σε κατάσταση παρατεταμένης αναμονής οι ενδόμυχες ανεκπλήρωτες επιθυμίες της  εκκολάπτουν τη φαντασίωση ενός εγκλήματος.

Η Ηλέκτρα αποδίδεται ως το “βάθρο” της εξουσίας μιας πατριαρχικής κοινωνίας, ως μια βαθιά συντηρητική και υποταγμένη φιγούρα, που στην εκδίκησή της δεν αναζητά τελικά την απελευθέρωσή, αλλά την επικύρωση της υποταγής της στη φαλλική τάξη. Είναι η γυναίκα ως αντικείμενο πάντα κάποιου.

Η Ε. Μολέσκη υποδύεται τον ρόλο της κόρης-Ηλέκτρας υιοθετώντας μια λεπτεπίλεπτη, πολύ εκφραστική σωματικότητα. Στους μονολόγους επιτυγχάνει μια αλώβητη από μελοδραματισμούς ποιητικότητα με τεχνική ακρίβεια και με άριστη χρήση των εκφραστικών της μέσων. Είναι και συγκινητική. Οι υπόλοιποι από τους επί σκηνής συντελεστές στελεχώνουν την εκθαμβωτική σκηνική σύνθεση της παράστασης μέσα σε ένα αυστηρά φορμαλιστικό περιβάλλον.

Το μεγαλύτερο ίσως επίτευγμα της παράστασης είναι η εκφραστικότατη και ομιλούσα εικαστική εικόνα, η οποία βασίζεται σε ένα αριστοτεχνικό σκηνικό χώρο και σε καλλίγραμμα κοστούμια δημιουργίες της Νίκης Ψυχογιού. Η πολύ προσεγμένη οπτική προσέγγιση της παράστασης επιτρέπει την βουβή απόδοση της ιστορίας του έργου με ελάχιστο λόγο. Ο λόγος ωστόσο δεν απουσιάζει, κωδικοποιείται σε οπτικούς συμβολισμούς και σε σκηνικές τελετουργίκες δράσεις.

Ο σκηνοθέτης Θάνος Παπακωνσταντίνου δείχνει να ανέβασε κι άλλο τον πήχη μετά από το πολύ αξιόλογο ντεμπούτο του “Venison”. Για όσους έχετε παρακολουθήσει την πρώτη παράσταση της τριλογίας, έχω να πω ότι στο “Pedestal” διατηρούνται οι ιδιαίτερότητες στο ύφος και τον τρόπο παρουσίασης, όμως είναι και εμφανής η τάση διερεύνησης νέων πτυχών. Θα έλεγα ότι το “Pedestal” φλερτάρει έντονα με το εικαστικό θέατρο και η οπτική δείχνει πολύ πιο ξεκάθαρη και αποφασιστική με σημαντικές βελτιώσεις και τομές. Κατ’ εμέ πρόκειται για μία καινοτόμο δουλειά σπάνιας ποιότητας, τουλάχιστον για τα εγχώρια δεδομένα και μου γεννά ελπίδα ότι φρέσκος αέρας εισέρχεται αισίως στο κλειστοφοβικό ελληνικό θέατρο.

Συνοπτικά: Οι “Χοηφόροι” σε ελεύθερη εικαστικίζουσα απόδοση. Μια ακόμη αξιόλογη παράσταση από τον Θάνο Παπακωνσταντίνου, μια ακόμη μύηση σε ένα θέατρο που διαφοροποιείται ευχάριστα από την ομοιομορφία του πλήθους.

Συντελεστές:

Σύλληψη, Σκηνικός Χώρος, Κείμενο, Σκηνοθεσία: Θάνος Παπακωνσταντίνου
Συνεργασία στη Δραματουργία: Τζωρτζίνα Κακουδάκη
Σκηνικά,Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού
Κίνηση: Χαρά Κότσαλη
Σχεδιασμός, Σύνθεση Ηχων: Αντώνης Μόρας
Σχεδιασμός Φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ελεάνα Γεωργιάδου
Βοηθός Σκηνογράφου: Ευα Δημοπούλου
Ραφή Κοστουμιών: Βάνια Αλεξάντροβα
Κατασκευή Σκηνικών: Αλέξανδρος Μισιρλιάδης, Βασίλης Γεροδήμος
Διανομή: Βασίλης Βηλαράς, Αλέξανδρος Καναβός, Κατερίνα Μηλιώτη, Ελένη Μολέσκη, Νικόλας Χατζηβασιλειάδης

“I am what I am” του Τ. Ζαχαράτου

Μετά από απουσία τριών ετών, ο Τάκης Ζαχαράτος επέστρεψε τον Σεπτέμβριο του 2012 με το one man show “I am what I am”. Ένα drag θέαμα αστικού τύπου, που περιλαμβάνει μιμήσεις, μεταμφιέσεις, τραγούδι, stand-up comedy και προβολές δίνοντας συχνά ύφος επιθεώρησης. Το show αποτελεί ταυτόχρονα και μια αναδρομική παρουσίαση παρελθουσών μιμήσεων του καλλιτέχνη.

takiszaharatos

Στο πρώτο μέρος της παράστασης, το οποίο είναι και το πιο πλούσιο και ισορροπημένο στις αναλογίες του, περιλαμβάνονται κυρίως μιμήσεις “μεγάλων κυριών” με ιδιαίτερα πετυχημένο το σκετς για τη Ζωζώ Σαπουντζάκη. Με διάθεση να αποσπάσουν το γέλιο, τα κείμενα άλλοτε ατακαδόρικα και άμεσα, άλλοτε ζαλιστικά φλύαρα και υπερβολικά έξυπνα περικυκλώνουν και αποσπούν τελικά το γέλιο σε αρκετά σημεία χωρίς να ξαφνιάζουν απαραίτητα. Και, πράγματι, αυτό που απουσιάζει από την παρουσία του Τάκη Ζαχαράτου δεν είναι το ταλέντο, η φωνή, η αμεσότητα, αλλά η φρεσκάδα.

Στο δεύτερο μέρος της παράστασης, μετά το διάλειμμα, το σκηνικό αλλάζει ξεκινώντας με τη μιμική μανιέρα πλέον της Άτζελας Δημητρίου. Σταδιακά και οδεύοντας προς το φινάλε το ενδιαφέρον ατροφεί  και το χιούμορ λιγοστεύει δίνοντας τη θέση του σε μελό συναισθηματισμούς.

Οι κατά τόπους αδυναμίες στο κείμενο και στη δομή της όλης παρουσίασης καθώς και το άνισο ποιοτικώς μοίρασμα των σκετς δημιουργούν δυσκολίες στην τεχνικά άψογη παρουσία του Τάκη Ζαχαράτου. Επίσης, το σκηνικό σκατζάρισμα του καλλιτέχνη με  βιντεοπροβολές σε οθόνη κάθε φορά που αλλάζει μεταμφίεση στα παρασκήνια είναι και κουραστικό και ψυχραίνει την ατμόσφαιρα ενός ζωντανού θεατρικού θεάματος. Η σκηνοθεσία του Τάκη Ζαχαράτου, ενώ διαθέτει αρκετά καλό υλικό, δείχνει να μην το στηρίζει επαρκώς και τελικά δημιουργεί ένα μέτριο, ελαφρώς βαρετό αστικό θέαμα.

Συνοπτικά: Μια παράσταση που μπορεί σίγουρα να δώσει στιγμές γέλιου, με τον Τ. Ζαχαράτο σε καλή φόρμα και με πλούτο εναλλαγών και επιτυχημένων μιμήσεων, ωστόσο με αδυναμίες στη σκηνοθεσία και ανώφελες υπερβολές στα κείμενα.

Συντελεστές:

Ερμηνεία, κείμενα, κοστούμια, σκηνοθεσία: Τάκης Ζαχαράτος
Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης
Μουσική Διεύθυνση / ενορχήστρωση: Γιώργος Ζαχαρίου
Φωτισμοί: Χρήστος Τζιόγκας

Παίζουν οι μουσικοί:
Νίκος Γαρουφαλλάκης, πλήκτρα
Γιάννης Καλκάνης, τύμπανα
Κοσμάς Κόκολης, μπουζούκι / κιθάρα / φωνή
Δημήτρης Παπανίκου, μπάσο
Νίκος Σακελλαράκης, τρομπέτα
Τάσος Σοκορέλης, κιθάρα

“Ολεάννα” του Ντ. Μάμετ

Το έργο σκιαγραφεί τη σύγκρουση που αναδύεται ανάμεσα σε ένα καθηγητή πανεπιστημίου και μια φοιτήτριά στο ακαδημαϊκό πλαίσιο. Η σχέση των δύο ηρώων παραπαίει μεταξύ του ακαδημαϊκού-ταξικού της χαρακτήρα και της ιδιωτικής-προσωπικής εμπλοκής των ατόμων σε αυτή. Η θεματική του έργου πραγματεύεται τα όρια μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας της ζωής και παρουσιάζει την συχνά εκρηκτική τροπή στην οποία οδηγεί η σύγχυσή τους. Το κοινωνικό πρόσωπο καθενός δεν ταυτίζεται με το ιδιωτικό, ενώ οι ίδιες πράξεις ερμηνεύονται διαφορετικά αναλόγως με τη θέση από την οποία αφορμάται ο δρων.

oleanna

Ο Δ. Καταλειφός ερμηνεύει έναν κάπως αυτάρεσκο και αντισυμβατικό καθηγητή, ο οποίος μιλώντας άλλοτε ως καθηγητής και άλλοτε με χροιά προσωπική προσπαθεί να βοηθήσει τη νεαρή ηττοπαθή μαθήτρια (Λ.Μιχαλοπούλου) να ξεπεράσει ακαδημαϊκές της δυσκολίες. Η επικοινωνία τους διαποτισμένη εξ αρχής από ένταση θα κορυφωθεί σταδιακά σε απόλυτη και βίαιη ρήξη ταξικού χαρακτήρα με διακύβευμα την επιβολή.

Με χαρακτηριστικά λιτή και εστιασμένη στις ερμηνίες σκηνοθεσία διακινούνται τα νοήματα του έργου με μόνο μέσο τη σκηνική δράση. Το σκηνοθετικό εγχείρημα της Ε. Σκότη φαινομενικά άτολμο φωτίζει τις δυσδιάκριτα σύνθετες πτυχές του έργου με απτό και προσιτό τρόπο. Οι αδυναμίες της σκηνοθεσίας περιορίζονται στις χρονοβόρες και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον μεταβάσεις ανάμεσα στις σκηνές.

Οι δύο ηθοποιοί επιτυγχάνουν σφιχτή και ισότιμη σκηνική χημεία μεταξύ τους και οι ερμηνίες τους είναι εύστοχες και μετρημένες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιδιαίτερη κινησιολογική προσέγγιση που υιοθετεί ο  Δ. Καταλειφός εμπλουτίζοντας την ερμηνεία του ρόλου του χωρίς να υπερβάλλει ή να σκιάζει την παρτενέρ του.

Συνοπτικα: Πρόκειται για μία λιτή και επί της ουσίας του έργου παράσταση με καλοζυγισμένες ερμηνίες. Το έργο αποδίδεται με τρόπο κατανοητό χωρίς να κατακερματίζεται νοηματικά. Συνολικά, το αποτέλεσμα, αν και δεν εγείρει κάποιο ενθουσιασμό, είναι σίγουρα ανώτερο του μετρίου με μικρές σκηνοθετικές αδυναμίες.

Συντελεστές:

Σκηνοθεσία: Ε. Σκότη
Σκηνικά: Γ. Γαβαλάς
Μουσική: Στ. Γασπαράτος
Φωτισμοί: Γιώργος Βλασσόπουλος

Διανομή: Δ. Καταλειφός, Λ. Μιχαλοπούλου

Κριτική: “Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας” του Μ. Μαρμαρινού

Rex. Αγάπη μου.
Η αθηναϊκή πολιτεία “γιορτάζει” το μπρεχτικό της “Όνειρο” σε μια παράσταση με συνέπεια στις θέσεις και τη γεωγραφία.

onir4

Στην Αθήνα, στο ανύπαρκτο δάσος της οδού Πανεπιστημίου μια κοινωνία νέων συνθέτει πυραμίδα πόνου και απογοήτευσης. Ένας αν-ερωτικός φαύλος κύκλος αναζήτησης και απόρριψης καλείται να τετραγωνιστεί, να ωριμάσει συνειδητά. Κάποιος Πουκ περνά την ώρα του, περιμένει υπομονετικά. Η φύση του Πουκ είναι να δρα όσο εμείς κοιμόμαστε. Σαν όνειρο.

Επαναλαμβανόμενα “Αγάπη μου!” μάταια να αναζητούν τον παραλήπτη τους σε ένα ερωτικό γαϊτανάκι, όπου στην πλάτη ενός κάποιου, που φεύγει, προβάλλεται η ερωτική πλάνη ενός άλλου που ακολουθεί.

Η σκηνοθεσία με επινοητικότητα στους τρόπους και τα μέσα μας προσκαλεί να ταυτιστούμε με τα πάθη των ηρώων. Ταυτόχρονα, επεκτείνοντας στο έπακρο το μοτίβο του εν θεάτρω θέατρο θέτει τις σύγχρονες αναλογίες του έργου με την πόλη των κατοίκων όπου -βάσει κειμένου- εκτυλίσσεται η πλοκή, την Αθήνα μας. Ολόκληρη η παράσταση ακροβατεί στο ρόλο της δίνης που συνδέει την επιφάνεια και το βάθος, το μέσα και το έξω στο επίπεδο του τόπου ως πραγματικού, ψυχολογικού ή θεατρικού.

Μια πολυσήμαντη φωτεινή επιγραφή “Rex” μας μεταφέρει στην είσοδο επί της οδού Πανεπιστημίου παραπέμποντας ταυτόχρονα στον Όμπερον και τη σύζυγο του Τιτάνια. Ο Όμπερον, μορφή απόμακρη και ως προς τη σκηνική του τοποθέτηση παραμένει στατικός θεατής όσο η Τιτάνια σαν νεκρή ερωμένη -σαν τη χώρα Ελλάδα-απόλυτα παραδομένη θα ξεγυμνωθεί παθητικά μπροστά στην αγοραία και αφελή μορφή του Donald (αντί γαϊδουροκεφαλής).

Ολόκληρος ο θίασος δίνει έντονο σκηνικό αγώνα αντοχών επί τρεισήμισυ περίπου ώρες σε μια παράσταση αυξημένων απαιτήσεων τεχνικά. Ξεχωρίζουν ιδιαίτερα η Εύη Σαουλίδου με τον ανατρεπτικό Πουκ της, ο Γιάννης Βογιατζής και η Ηλέκτρα Νικολούζου.

Η παράσταση αποτελεί τολμηρή, ευφυή και άκρως δομημένη διασκευή του σεξπηρικού έργου με συνέπεια στις προθέσεις και με όχημα την άρτια και εύηχη μετάφραση του Διονύση Καψάλη. Θα συνιστούσα στους θεατές που δεν γνωρίζουν την πλοκή του έργου να διαβάσουν, πριν παρακολουθήσουν την παράσταση, μια σύντομη περίληψη.

Η τοποθέτηση του διαλείμματος στο τέλος σχεδόν της παράστασης, αν και δικαιολογείται νοηματικά και εξυπηρετεί επιπλέον τα σχέδια της σκηνοθεσίας, δεν παύει να αποτελεί παράγοντα κόπωσης για το κοινό. Υπάρχουν μερικά σημεία στο -τρίωρο σχεδόν- πρώτο μέρος που υστερούν σε ρυθμό και ενδιαφέρον.

Συνοπτικά: Πρόκειται για μία παράσταση με πολλά επίπεδα ερμηνείας, πλήθος συμβολικών και άριστη δομή ενσωματώνοντας παράλληλα τον εγκαινειακό της χαρακτήρα για την επαναλειτουργία της Σκηνής Κοτοπούλη. Η σύγχρονη οπτική του σκηνοθέτη και οι μεταμοντέρνες του καταβολές μεταμορφώνουν το κλασικό έργο σε ένα διαδραστικό θέαμα για εδώ και τώρα. Οι ερμηνείες είναι τεχνικά άρτιες και εύστοχες με κάποιες από αυτές να ξεχωρίζουν επιπλέον. Δεν είναι η πιο λαμπρή σκηνοθετική προσπάθεια του Μ. Μαρμάρινου, αποτελεί ωστόσο μια σύλληψη υψηλού επιπέδου και δοσμένη με πολύ ενδιαφέρουσα και συνεπή προσέγγιση διάνοιας και ύφους.

Συντελεστές:

Μετάφραση : Διονύσης Καψάλης
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Μουσική σύνθεση και επιμέλεια: Δημήτρης Καμαρωτός
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ντόρα Λελούδα
Συνεργάτες στα κοστούμια: Δανάη Κουρέτα, Βέρικο Μγκελάτζε
Χορογραφία: Φώτης Νικολάου
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Μάσκες: Μάρθα Φωκά
Βίντεο-Αρχειακές: λήψεις Δάφνη Τόλη
Βοηθός σκηνοθέτη: Σύλβια Λούλιου
Βοηθός σκηνογράφου: Μάρω Τσάγκα

Διανομή: Άγγελος Παπαδημητρίου, Γιώργος Μπινιάρης, Νίκος Κουρής, Αργύρης Πανταζάρας, Ευγενία Δημητροπούλου, Γιάννης Βογιατζής, Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Ηλέκτρα Νικολούζου, Γιώργος Κριθάρας, Χάρης Τσιτσάκης, Γιώργος Μπινιάρης, Διώνη Κουρτάκη, Ιωάννα Παππά, Ιωάννα Τσιριγκούλη, Περικλής Μουστάκης, Εύη Σαουλίδου, Φοίβος Ριμένας

Συνέντευξη από τους συντελεστές του “Venison” στο ΙΜΚ

Στο γκαράζ του “Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης” με την ομάδα συντελεστών του Venison, μιας παράστασης που ξεχώρισε κατά την περασμένη θεατρική περίοδο.
Image
Ο σκηνοθέτης της παράστασης, Θάνος Παπακωνσταντίνου, με υποδέχτηκε μετά το τέλος της παράστασης και με ξενάγησε στον εντυπωσιακό και σύνθετο σκηνικό χώρο. Μετά από λίγο, όταν όλα ήταν έτοιμα, καθίσαμε μαζί με τους συντελεστές της παράστασης για να ξεκινήσουμε.

Συστηθήκαμε. Ήταν οι ηθοποιοί Λένα Δροσάκη, Ελένη Μολέσκη και Μάριος Παναγιώτου -η Ιωάννα Μιαχάλα έπειτα από ένα μικρό ατύχημα, όπως με ενημέρωσαν, χρειάστηκε να απουσιάσει εκτάκτως. Λίγο πιο δίπλα ήταν η βοηθός σκηνοθέτη Ελεάνα Γεωργιάδου και η βοηθός σκηνογράφου Νίκη Ψυχογιού. Το κλίμα ήταν πολύ ζεστό και όλο χαμόγελα με μια δόση αμηχανίας που θύμιζε ραντεβού.

Σ.Α.: “Η ομάδα The Helter Skelter Company επιστρέφει στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης με την παράσταση «Venison»” Τι είναι Helter Skelter Company;

Θάνος: Είναι μια εταιρεία που έχει ιδρυθεί όπως νομικά επιβάλλεται στην Ελλάδα για να ανεβαίνουν θεατρικές παραστάσεις. Έχοντας ο ίδιος τη συνολική ευθύνη, με ενδιέφερει μέσα από τη Helter Skelter η δημιουργία παραστάσεων που να εκκινούν πάντα από κλασικά κείμενα υπό το φως μιας νέας ανάγνωσής τους στο τώρα.

Σ.Α.: Η αισθητική σου είναι raw (ωμή);

Θάνος: Δεν ξέρω, είναι;

Σ.Α.: Θα μπορούσε. Το Venison από την πρώτη φορά που το είδα, μου θύμισε τον Αλέξανδρο Βούλγαρη- The boy και τα τραγούδια του, ειδικά το “Τσεκούρι”.

Θάνος: Είναι και αυτός επηρεασμένος από το έργο του Ντοστογιέφσκι όπως και το Venison.

Σ.Α.: Πώς γεννήθηκε το Venison;

Θάνος: Είναι μια ελεύθερη απόδοση από τις Ευμενίδες. Έχω φανταστεί ένα κύκλο παραστάσεων, με πρώτη από αυτές το Venison, που θα αντιστοιχούν στην τριλογία της Ορέστειας. Ξεκινήσαμε από το τελευταίο έργο της τριλογίας και στόχος είναι να το διαδεχτούν δύο ακόμη έργα που θα αντιστοιχούν στις Χοηφόρους και στον Αγαμέμνωνα. Θα ακολουθήσουμε, δηλαδή, μια πορεία  από το τέλος προς την αρχή της Ορέστειας.

Σ.Α.: Πόσο χρόνο χρειάστηκε το στήσιμο;

Θάνος: Τέσσερις μήνες, από τους οποίους αφιερώσαμε ενάμιση μήνα σε “καθιστή” θεωρητική εργασία και τους υπόλοιπους δυόμιση προχωρίσαμε με πρόβες.

Σ.Α.: Ήρθατε κοντά με αφορμή το έργο ή γνωριζόσαστε από πριν;

Θάνος: Με το Μάριο και την Ελένη ήμασταν μαζί και στην προηγούμενη παράσταση, τον “Άμλετ”, και γνωριζόμαστε ήδη από τη σχολή.

Σ.Α.: Ένα από τα εξέχοντα στοιχεία στο Venison είναι η αισθητική φόρμα η οποία έχει εφαρμοστεί. Στοιχεία καμπαρέ, film noir ατμόσφαιρα και περσόνες ύφους David Lynch, αρχετυπικά σύμβολα, ηλεκτρονικοί ήχοι συνυπάρχουν οργανικά με ένα πρωτότυπο τρόπο. Πώς σχετίζονται όλα αυτά με το κλασικό έργο στο οποίο βασίστηκε η παράσταση;

Ελένη: Η προσπάθεια να συγκεντρωθούμε στον αρχαίο μύθο, αποδίδοντάς τον όμως σε ένα διαφορετικό σύστημα, χωρίς το κείμενο, δημιούργησε την ανάγκη να επινοήσουμε άλλους τρόπους ώστε να μετουσιώσουμε το λόγο. Η φόρμα αυτή τελικά βρέθηκε ως συμπύκνωση των νοημάτων του αρχαίου κειμένου και αποτελεί μια αισθητικά δομημένη απάντηση για όσα αποσιωπώνται στη διάρκεια του έργου. Συνεπώς, οι επιλογή των στοιχείων δεν ήταν τυχαία και προέκυψε από τη συνεχή οδηγία να ακροβατούμε υποκριτικά στα όρια μεταξύ θελκτικού και άσχημου, σοβαρού και αστείου, σύγχρονου και αρχαίου…

Θάνος: Αυτό που δημιούργησε τελικά το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην έρευνα ολόκληρης της ομάδας των συντελεστών. Είναι μια σύνθεση επιμέρους πραγμάτων -λόγου, ρυθμού, όρχησης- γύρω από τον ίδιο αισθητικό-θεματικό άξονα, τα οποία στηρίζουν δομικά το έργο χωρίς να περιορίζουν και να αποκλείουν τα νοήματα. Έχουμε δώσει έμφαση στη δομή, στις κινητήριες δυνάμεις και στο θρησκευτικό-τελετουργικό στοιχείο της τραγωδίας.

Σ.Α.: Οι κριτικές που δεχτήκατε ήταν πάρα πολύ καλές. Το Venison σας αφήνει με περγαμινές αλλά και με ένα κοινό με αυξημένες προσδοκίες. Έχετε να μας παρουσιάσετε καινούργια δουλειά σας σύντομα;

Θάνος: Δεν έχουμε ξεκινήσει πρόβες ακόμη για επόμενη παράσταση.

Σ.Α.: Τώρα, στην περίοδο που ζούμε, το θέατρο στην Ελλάδα έχει αρκετά να προσφέρει, αλλά και λίγα να δώσει στον υλικό σας εαυτό. Έχετε σκεφτεί να φύγετε στο εξωτερικό;

Λένα: Μου φαίνεται πιο δύσκολος ο δρόμος έξω. Ούτε εδώ είναι εύκολα, όμως είναι γνώριμα, οικεία. Θέλω ακόμα να μείνω και να το παλέψω.

Σ.Α.: Έχει νόημα;

Λένα: Δεν είναι μάταιο.

Μάριος: Θα συμφωνήσω ότι είναι σημαντική η ασφάλεια της οικειότητας ενός γνώριμου τόπου και των γνώριμων ανθρώπων.

Σ.Α.: Είναι σκηνική η ασφάλεια;

Μάριος: Δεν έχει να κάνει με το θέατρο. Είναι ανθρώπινη ασφάλεια, καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις. Δε θέλω να νιώθω ξένος.

Ελένη: Εγώ κατάγομαι από την Κύπρο, οπότε το να βρίσκομαι εδώ είναι συνειδητή επιλογή. Σκοπεύω να φύγω για σπουδές στην Αγγλία, αλλά δε θα ήθελα να μείνω. Με ενδιαφέρει να κάνω θέατρο στη γλώσσα μου. Για μένα είναι πολύ σημαντικό, θα αισθανόμουν άοπλη σε μια άλλη γλώσσα. Και όλη αυτή η καταστροφή που μας δείχνει τα δόντια της, όσο κατάρα, τόσο και δώρο είναι, καθώς μας καλεί να υπερασπιζόμαστε καθημερινά την ιδεολογία μας έμπρακτα.

Νίκη: Έζησα στο Λονδίνο για τρία χρόνια, όπου σπούδασα performing design. Αποφάσισα να επιστρέψω μόλις ολοκλήρωσα τις σπουδές μου αναζητώντας αυτή την ασφάλεια του οικείου. Στάθηκα πολύ τυχερή, γιατί αμέσως μόλις επέστρεψα εργάστηκα στο Venison. Αναθάρρησα διαπιστώνοντας ότι υπάρχουν και εδώ περιθώρια για σημαντικές συνεργασίες και δημιουργία. Θα ήθελα, βεβαίως, να δείξουμε τη δουλειά μας και σε φεστιβάλ εκτός συνόρων, μια και πιστεύω ότι δεν υστερούμε σε σχέση με παραστάσεις του εξωτερικού. Δεν το θεωρώ απίθανο να φύγω ξανά, αλλά προς το παρόν μου αρέσει εδώ που βρίσκομαι.

Ελεάνα: Η αλήθεια είναι ότι το θέατρο ως επάγγελμα ήταν δύσκολο και πριν την οικονομική κρίση. Γνωρίζοντας εξαρχής τις δυσκολίες αποφασίσαμε να καταπιαστούμε με αυτό, επειδή είναι αυτό που επιθυμούμε.

Θάνος: Γενικά τίθεται αυτή την περίοδο ένα θέμα επιλογής στρατοπέδου, “μέσα ή έξω”. Μια φεουδαρχική νοοτροπία κατά την οποία καθένας πάει να κλειστεί στο οχυρό του ή να εγκαταλείψει προς αναζήτηση ενός άλλου καλύτερου αφέντη. Μακάρι να μπορούμε να έχουμε επαφή και επικοινωνιά με άλλες χώρες και να ταξιδεύουμε χωρίς αυτή την πανικόβλητη φυγή που επικρατεί στις μέρες μας.

Σ.Α.: Χωρίς να θέλω να περιχαρακώσω το περιεχομενο της δουλειάς σας, βλέποντας και για δεύτερη φορά την παράσταση, διαπίστωσα σημαντικές αντιστοιχίες με την κοινωνική-πολιτική επικαιρότητα. Σας απασχόλησε η πολιτική διάστασή κατά τη δημιουργία;

Θάνος: Σαφώς και επηρεαζόμαστε όλοι από το περιβάλλον που ζούμε σε βαθμό που δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Προσωπικά, με ενδιαφέρει να δημιουργώ πράγματα τα οποία θα είναι κατά κάποιο τρόπο “ανοιχτά” σε ερμηνείες. Μάλιστα όταν καταπιάνεσαι με τραγωδίες, όπου περιγράφονται σαφώς αρχετυπικά μοτίβα, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Όλα είναι εκεί, μέσα στο λόγο του έργου, και το μόνο που χρειάζεται είναι να του δώσουμε χώρο και αέρα ώστε να μπορεί να κυκλοφορήσει και να επικοινωνήσει με το τώρα της κάθε εποχής.

Σ.Α.: Την πρώτη φορά που παρακολούθησα το Venison υπήρξε μία στιγμή κορύφωσης προς το τέλος της παράστασης κατά την οποία αποχώρησαν μαζικά από το κοινό 4-5 άτομα.

(γελούν)

Η αποχώρησή τους ήταν τόσο δυνατή και αποφασιστική που έμοιαζαν να φεύγουν σκηνοθετημένα.

(συνεχίζουν τα γέλια)

Ελένη: Η κάθε παράσταση έχει τέτοια αγωνία και ενίοτε με φοβερό αντίκτυπο. Πολλοί αντιδρούν μετά βδελιγμίας, άλλοι μπορεί να νιώθουν δυσφορία. Πάντα υπάρχει μια μάχη με το κοινό, μια μάχη να τους κρατήσεις ως πνευματικές και ως φυσικές παρουσίες. Οι αντιδράσεις ήταν ακραίες συχνά, με ανθρώπους που τους άρεσε πάρα πολύ και με άλλους που δεν άρεσε καθόλου.

Θάνος: Αισθάνεσαι αμήν τι άλλο ότι σε παρακολουθεί το κοινό. Υπήρξε ένας παλμός που πέρναγε στο κοινό και προκαλούσε αντιδράσεις. Χαίρομαι που δεν πέρασε σαν κάτι αδιάφορο.

Σ.Α.: Και τώρα που κλείνει αυτός ο κύκλος ας ευχηθούμε για το μέλλον…

Λένα: …τα καλύτερα. Να είμαστε καλά, χαμογελαστοί και ενωμένοι.

Έλενα: Στους καιρούς μας, η δημιουργία είναι η ηρωικότερη πράξη αντίδρασης. Να συνεχίσουμε κάνοντας ωραίες δουλειές.

Μάριος: Να είμαστε καλά. Να το παλεύουμε.

Νίκη: Να συνεχίσουμε να δημιουργούμε και να λειτουργούμε ομαδικά.

Ελεάνα: Κοινωνική αφύπνιση που έχουμε ανάγκη.

Θάνος: Κάτι πεζό και τετριμμένο: Να μπορούμε κάποτε να επιβιώνουμε από αυτό  που κάνουμε.

(Σιωπή)

“Venison” του Θάνου Παπακωνσταντίνου

Μια εξαιρετική παράσταση που αντλεί την προβληματική της από την αισχύλεια τριλογία της Ορέστειας, συνθέτοντας στοιχεία από την τραγωδία των “Ευμενίδων” και από το έργο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Θέμα στο Venison είναι η δικαιοσύνη, η “πτώση” του ανθρώπου, η είσοδος της κοινωνίας στον αιματηρό κύκλο της αυτοδικίας, του θύτη, του θηράματος.

Το κείμενο του Θάνου Παπακωνσταντίνου με αυθεντικό ύφος πλέκει ψυχαναλυτικά κανάλια σύνδεσης ανάμεσα στο νόημα και το μη-νόημα αναδεικνύοντας στο λόγο του ένα κόσμο εσωτερικών αντιθέσεων. Μέσα από αυτές τις αντιθέσεις-αντιφάσεις μας εισάγει από νωρίς στην τομή που πραγματεύεται, στον τόπο της τραγικής σύγκρουσης. Ο φόνος που διαπράττει ο  Ορέστης δεν απασχολεί ως συγκεκριμένο πραγματικό γεγονός, αλλά ως μια φαντασίωση και ως η συμβολική της μητροκτονίας και της εκδίκησης.

Οι ερμηνείες, αν και δεν αποτελούν μάλλον το βασικό άξονα του έργου, βασίζονται κυρίως σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα και περσόνες που απαιτούν ιδιαίτερη ακρίβεια και συγχρονισμό. Όλοι οι ηθοποιοί φαίνονται να εκπληρώνουν επιτυχώς τις ανάγκες του δράματος, αλλά και της συνολικής αισθητικής γραμμής που υιοθετεί η σκηνοθεσία, ενσαρκώνοντας μορφές που μοιάζουν να ξεπήδησαν από ταινίες του David Lynch.

Τα εύσημα αξίζει η σκηνοθετική σφραγίδα του Θάνου Παπακωνσταντίνου που καθηλώνει με την αισθητική σύνθεση και αξιοποίηση διαφορετικών τεχνικών και αισθητικών οδηγώντας σε ένα σπάνιο αποτέλεσμα. Μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και εσωτερικότητας με έντονα εξπρεσιονιστική απόδοση συντηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον, χωρίς τη χρήση τεχνικών επιτάχυνσης-επιβράδυνσης της δράσης.

Η πλούσια και ευρηματική σκηνογραφική σύνθεση απογειώνει το έργο και κερδίζει από τα πρώτα λεπτά τις εντυπώσεις, μετατρέποντας το χώρο του υπογείου πάρκινγκ του Ι.Μ.Κ. σε θέατρο με πολλαπλούς σκηνικούς χώρους.  Τέλος, οι μουσικές συνθέσεις ambient και ηλεκτρονικής μουσικής συμβάλλουν στην ατμόσφαιρα του έργου, δημιουργώντας για τον ήρωα ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον που εντείνει τη δραματικότητα.

Συνοπτικά: Κατά τη γνώμη μου μία από τις καλύτερες παραστάσεις της χρονιάς, μια πραγματική αποκάλυψη, δουλεμένη στη λεπτομέρεια και σε βάθος. Σίγουρα ένα δύσκολο έργο στην ακρόαση, αλλά αξίζει τον κόπο.

Συντελεστές:

Σύλληψη – Σκηνοθεσία : Θάνος Παπακωνσταντίνου
Συνεργασία στη δραματουργιά: Τζωρτζίνα Κακουδάκη
Σκηνικά – Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Κίνηση: Χαρά Κοτσαλή
Σχεδιασμός – Σύνθεση ήχων: Αντώνης Μόρας
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βίντεο – Σχεδιασμός έντυπου υλικού & γραφιστικών εφαρμογών: Κωνσταντινος Χαϊδαλής (brittle.gr)
Γλυπτά ζώων: Περικλής Πραβήτας
Φωτογραφίες: Βάλια Πιλάφα
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελεάνα Γεωργιάδου
Βοηθός σκηνογράφου: Νίκη Ψυχογιού
Κατασκευή σκηνικού: Βασίλης Γεροδήμος
Ραφή κοστουμιών: Νικολέττα Γιαννακοπούλου

Διανομή: Λένα Δροσάκη, Ιωάννα Μιαχαλά, Ελένη Μολέσκη, Μάριος Παναγιώτου, Θάνος Παπακωνσταντίνου, Μαρία Κορωνιώτη

“Χάρτινα Λουλούδια” Egon Wolff

Στο έργο του ο Egon Wolff περιγράφει τη γνωριμία και συμβίωση μιας εύπορης χήρας, της Εύας (Κ. Λέχου), με τον Μπαρακούντα (Α. Σερβετάλης), ένα κατά πολύ νεότερό της άστεγο. Η σχέση τους αντιμετωπίζεται με όρους ταξικούς και εκφράζεται μέσα από ψυχολογικά δομημένους διαλόγους που διακινούν συγκαλυμμένα τις δυναμικές των χαρακτήρων.

Η πλοκή του έργου και η σκηνοθεσία προετοιμάζουν αργά και σταθερά την τελική συνάντηση δύο κόσμων, δύο πόλων συμπληρωματικών σε επίπεδο κοινωνικό, πολιτικό, ερωτικό και ανθρώπινο. Η ταξική πάλη, ως στοιχείο που διαποτίζει και χρωματίζει τις σχέσεις -ακόμη και τις ερωτικές- αποκτά στο έργο εξέχουσα θέση προδικάζοντας το τέλος. Δυο άνθρωποι απόλυτα κλεισμένοι στο μικρόκοσμό τους, παλεύουν να διαφύγουν. Ο ένας θα αποτελέσει για τον άλλο το κλειδί και η σύγκρουση θα φέρει τη λύση: το μαζί.

Η σκηνοθεσία εστιάζει εξαρχής στο κρίσιμο σημείο της συνάντησης δύο κόσμων, στο σημείο τριβής, στην ανθρώπινη σχέση. Αρχικά, το χάσμα ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες αποδίδεται σχεδόν αγεφύρωτο. Αδυνατούν να συναντηθούν, να ειδωθούν, να αντιληφθούν ο ένας τον άλλο. Στο κείμενο επιβεβαιώνεται αυτή η αδυναμία αναγνώρισης του “άλλου”. Ωστόσο, λίγη σημασία δίδεται στο λόγο. Σκηνοθετικά όλο το βάρος έχει περιοριστεί στη σωματική έκφραση και ο λόγος του έργου αντιμετωπίζεται ξερά και βιαστικά. Αυτό μάλιστα καθιστά και δύσκολη την παρακολούθηση και την κατανόηση ενός ούτως η άλλως πολυεπίπεδου και ιδιόμορφου έργου.

Όσον αφορά την υποκριτική, παρόλο που μετά δυσκολίας επιτυγχάνεται σκηνική χημεία ανάμεσα στους δύο ηθοποιούς, και οι δύο ηθοποιοί καταβάλλουν μια αξιόλογη προσπάθεια υψηλού επιπέδου. Έχω την αίσθηση ότι η επιλογή του ζεύγους Σερβετάλη-Λέχου, είναι περιοριστική επί σκηνής και για τους δύο. Η Κατερίνα Λέχου δείχνει να προσπαθεί να ενταχτεί στις απαιτήσεις μιας παράστασης με έντονα στοιχεία σωματικού θεάτρου, ενώ ο Άρης Σερβετάλης, θυμίζοντας έντονα τον περσινό “Ιβάν”, δείχνει “υπερβολικά” άνετος δίπλα της. Το αποτέλεσμα τελικά είναι να δείχνουν ξένοι μεταξύ τους επί σκηνής. Οι χαρακτήρες, ειδικά αυτός του Μπαρακούντα, αποδίδονται εμφανώς διαταραγμένοι συντηρώντας σε όλη τη διάρκεια της παράστασης ένα κλίμα νευρικότητας με ελάχιστες εκτονώσεις.

Στα συν της παράστασης είναι η κίνηση των ηθοποιών και ειδικά του Άρη Σερβετάλη. Επίσης η μουσική των Lost Bodies στολίζει και ωθεί περαιτέρω τη δυναμική της κίνησης. Τέλος, οι φωτισμοί σε συνδυασμό με τα λιτά και με άποψη σκηνικά δημιουργούν ένα όμορφο οπτικό θέαμα με ισχυρές εικόνες.

Συνολικά πρόκειται για μια προσεγμένη στη λεπτομέρεια παράσταση με πρόδηλες, όμως, αδυναμίες στη σκηνοθεσία και ασαφείς προθέσεις. Υπάρχουν αρκετές ενδιαφέρουσες στιγμές, αλλά δεν αρκούν για να ανατρέψουν το τελικό αποτέλεσμα.

Συντελεστές:

Σκηνοθεσία : Κώστας Φιλίππογλου
Μετάφραση: Εύα Μπίθα
Σκηνικά- κοστούμια:Γιάννης Μετζικώφ
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Ειδικές κατασκευές: Γκάι Στεφάνου
Μουσική: Lost Bodies
Καλλιτεχνική συνεργασία: Φρόσω Κορρού

Διανομή: Κατερίνα Λέχου, Αρης Σερβετάλης